Βιογραφικό Νικολάου Κ. Λούρου*
Ο Ν. Λούρος ανήκει στα μακροβιότερα αλλά και δημιουργικότερα πνευματικά αναστήματα της ιατρικής, που ανέδειξε ο τόπος μας στη διάρκεια του περασμένου αιώνα. Ήταν γιος του Κων/νου Λούρου (1864-1957) ανθρώπου πεφωτισμένου στην ιατρική, ακαδημαϊκή και πολιτική ζωή της χώρας. Το όνομα του Κωνσταντίνου Λούρου συνδέθηκε άρρηκτα με την αναμόρφωση της ιατρικής στην Ελλάδα, παρόλο που ο ίδιος -όπως γράφει- πίστευε, πως οι μεγάλες αντιξοότητες της εποχής του τον εμπόδισαν να αποδώσει όσα επιθυμούσε και πως δεν έκανε τίποτα παραπάνω στη ζωή του παρά μόνο το καθήκον του.
Τα πρώτα χρόνια της ζωής του και οι σπουδές στο εξωτερικό
Ο Ν. Λούρος γεννήθηκε στην Αθήνα και σπούδασε ιατρική στα Πανεπιστήμια Αθηνών και Βέρνης από όπου και πήρε το διδακτορικό του δίπλωμα το 1919. Μετά την απόκτηση του διδακτορικού του διπλώματος, συνέχισε τη μετεκπαίδευσή του στα φημισμένα την εποχή εκείνη ερευνητικά κέντρα και τις πανεπιστημιακές κλινικές της Βιέννης, του Μονάχου και του Βερολίνου, όπου αρχικά διετέλεσε βοηθός του διάσημου καθηγητή της Μαιευτικής και της Γυναικολογίας Ernst Bumm. Ερευνητικά πρότυπα είχε τον Όττο Βαρμπούργκ, τον Γκέρχαρτ Ντόμαγκ και τους ονομαστούς μαθητές του φυσιολόγου Κάρλ Φρήντριχ Λούντβιχ, από τις πειραματικές δημοσιεύσεις των οποίων επηρεάστηκε βαθιά. Το 1925 αναγορεύτηκε σε υφηγητής της Μαιευτικής και Γυναικολογίας στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου και ένα χρόνο αργότερα δημοσιεύτηκε η πρωτότυπη διατριβή του στο ιατρικό περιοδικό Arch fur Gunak (Bd 128 Heft ½ 1926). Κατά τη τριετία 1925-1928 άσκησε καθήκοντα επιμελητή και προϊστάμενου επιστημονικών εργασιών στην κρατική κλινική της Δρέσδης.
Τα ερευνητικά του ενδιαφέροντα
Οι ερευνητικές εργασίες του Λούρου στο εξωτερικό αναφέρονται σε τρία πειραματικά θέματα: Στη μελέτη της σημασίας των αμυντικών μηχανισμών του δικτυοενδοθηλιακού συστήματος, στη διάγνωση του καρκίνου και στη μικροβιολογική έρευνα της επιλόχειας μόλυνσης και της στρεπτοκοκκικής σηψαιμίας, που την εποχή εκείνη αποτελούσαν μάστιγα. Ο «αντιτοξικός ορός» του («Sepsis-Antitoxin») ήταν μια από τις πρώτες θεραπευτικές απόπειρες για την αντιμετώπιση των θανατηφόρων στρεπτοκοκκικών μολύνσεων στην προσουλφοναμιδική περίοδο. Τον ίδιο χρόνο (1925) ο Λούρος μετακλήθηκε στη Δρέσδη για να αναλάβει τη διεύθυνση του ερευνητικού τμήματος της κρατικής Μαιευτικής και Γυναικολογικής Κλινικής. Εκεί, συνέχισε τις πειραματικές του μελέτες ως το 1930, οπότε αποφάσισε να γυρίσει στην Ελλάδα, αφού προηγουμένως η δεκάχρονη μεταπτυχιακή του εκπαίδευση στην Κεντρική Ευρώπη σφραγίστηκε με μια τιμητική διάκριση: την εκλογή του ως έκτακτου καθηγητή της Μαιευτικής και Γυναικολογίας στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου (1928).
Η Επιστροφή του στην Ελλάδα
Σχεδόν αμέσως μετά την επιστροφή του στην Αθήνα (1929) ανέλαβε τη διεύθυνση της πατρικής κλινικής, που ήταν πασίγνωστη με το όνομα «Κλινική Λούρου», την οποία αναδιοργάνωσε σε επιστημονικό και εκπαιδευτικό Ίδρυμα 70 κλινών με αμφιθέατρο και άρτια εργαστηριακή υποδομή. Ένα χρόνο αργότερα έγινε έκτακτος (1934) και στη συνέχεια καθηγητής και διευθυντής της Β’ Μαιευτικής και της Γυναικολογίας Κλινικής του Πανεπιστημίου Αθηνών (Αρεταίειο Νοσοκομείο). Όταν κενώθηκε η έδρα της Α΄ Μαιευτικής και Γυναικολογικής κλινικής, που λειτουργούσε προσωρινά στο Μαιευτήριο «Μαρίκα Ηλιάδη», μετατέθηκε, ύστερα από πρόταση των καθηγητών Γ. Φωτεινού, Σπ. Δοντά και του κοσμήτορα Α. Αραβαντινού, στην κενή έδρα και παράλληλα στο Δημόσιο Μαιευτήριο, όπου, αργότερα εγκαταστάθηκε η Α΄ Μαιευτική και Γυναικολογική Κλινική. Πιο συγκεκριμένα, ο καθηγητής Ν. Λούρος υπηρέτησε ως διευθυντής της Β΄ Μαιευτικής και Γυναικολογικής Κλινικής στο Αρεταίειο Νοσοκομείο στην περίοδο 1938-1942 (οπότε παραιτήθηκε) και στην περίοδο 1945-1951, οπότε μετά το θάνατο του καθηγητή Γ. Μαρουδή, μετατέθηκε από τη Β΄ στην Α΄ Μαιευτική και Γυναικολογική Κλινική (195-1968) που, τελικά, στεγάστηκε στο νέο Μαιευτήριο «Αλεξάνδρα».
Η Λειτουργία του Μαιευτηρίου «Αλεξάνδρα»
Το νέο Μαιευτήριο, λειτουργώντας κατά τρόπο υποδειγματικό και με αυστηρή πειθαρχία, κέρδισε την εμπιστοσύνη της κοινωνίας, της πολιτείας και ολόκληρου του επιστημονικού κόσμου. Η άψογη λειτουργία του «Μαιευτηρίου Αλεξάνδρα» στην περίοδο 1954-1968, με τις πολύπλευρες θεραπευτικές, εκπαιδευτικές και ερευνητικές του δραστηριότητες, συνδέθηκε άρρηκτα με το όνομα του Νικολάου Λούρου. Το ίδιο γόνιμη και καρποφόρα ήταν η θητεία του ως κοσμήτορα στην Ιατρική Σχολή (1948) καθώς και η συμβολή του στην οργάνωση και στην λειτουργία του Ελληνικού Αντικαρκινικού Ινστιτούτου «Ο Άγιος Σάββας», του οποίου ήταν ιδρυτικό μέλος και διατέλεσε διαδοχικά αντιπρόεδρος και πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου, μετά το θάνατο του θεμελιωτή του καθηγητή και ακαδημαϊκού Αριστοτέλη Κούζη, τον οποίο διαδέχθηκε και στην προεδρία της Ελληνικής Εταιρίας Ιστορίας της Ιατρικής.
Η απόσυρσή του από το Πανεπιστήμιο Αθηνών
Ύστερα από μια εξαιρετικά δημιουργική σταδιοδρομία στο Πανεπιστήμιο, ο χαλκέντερος δάσκαλος και άφθαστος οργανωτής αποχώρησε, μετά τη συμπλήρωση του ορίου ηλικίας (1968), αφού δημιούργησε μια λαμπρή μαιευτική και γυναικολογική σχολή με πανελλήνια ακτινοβολία και διεθνή προβολή, με ένα πλήθος από καθηγητές, υφηγητές και διδάκτορες, μαθητές και συνεχιστές του επιβλητικού έργου του. Ενδεικτικά αναφέρονται οι καθηγητές Διονύσιος Κασκαρέλης, Βασίλειο Κουτήφαρης, Νικόλαος Καΐρης, Λουκάς Κυριάκης, Διονύσιος Αραβαντινός, Σέργιος Μαντελενάκης, Μενέλαος Μπατρίνος, οι υφηγητές Θωμάς Βιτάλης, Αντώνιος Κομνηνός, Αντώνιος Γκόυσκος, Δημήτριος Μαρουδής, Βασίλειος Τρανταφυλλόπουλος, Γεώργιος Παπαδημητρίου, Ιωάννης Δανέζης και ο Δρ. Επαμ. Μεγαπάνος.
Το ζωηρότατο ενδιαφέρον του Λούρου για τα προβλήματα της υγείας του λαού και το δημογραφικό πρόβλημα καταφαίνεται από το ότι αυτός πρώτος από το 1945 είχε οραματιστεί ένα εθνικό σύστημα υγείας. Περιγράφεται με κάθε λεπτομέρεια στο πρώτο μεταπολεμικό σχέδιο για την υγειονομική οργάνωση της χώρας και το οποίο εκπονήθηκε από τον ίδιο προσωπικά. Όπως εύστοχα παρατηρεί ο διορατικός στοχαστής «Οι ελπίδες που τρέφαμε την εποχή της κατοχής για μια σύντομη και ολοκληρωτική αντιμετώπιση του υγειονομικού μας προβλήματος δεν δικαιώθηκαν από τις περιστάσεις».
Υπερασπιστής των ακαδημαϊκών ελευθεριών
Ο Νικόλας Λούρος, που ήταν, όπως και ο πατέρας του, ιατρός της βασιλικής οικογένειας (1947-1964), έλαβε ενεργό μέρος στην επιστημονική, την κοινωνική, την πολιτική και την πνευματική ζωή του τόπου, υπερασπιζόμενος σθεναρά τις ακαδημαϊκές ελευθερίες. Στην ιταλική κατοχή αρνήθηκε εγγράφως να δεχθεί την ιταλική διαταγή που ζητούσε από τους πανεπιστημιακούς δασκάλους να δηλώσουν υποταγή στους κατακτητές. Σημειωτέον, ότι στον αντιστασιακό αγώνα εναντίον των κατοχικών δυνάμεων, πρωτοστατούσαν τρεις καθηγητές της Ιατρικής: ο Πέτρος Κόκκαλης, ο Νικόλαος Λούρος και ο Κωνσταντίνος Χωρέμης. Στη γερμανική κατοχή αρνήθηκε να αναλάβει το Υπουργείο Παιδείας το οποίο, μετά από λίγο καιρό, αποδέχτηκε ο καθηγητής Κωνσταντίνος Λογοθετόπουλος που στη συνέχεια, διορίστηκε Πρωθυπουργός (1941-1943). Για την αντιστασιακή του δράση ο Νικόλαος Λούρος φυλακίστηκε στην οδό Μέρλιν (Ιούλιος 1944) και μεταφέρθηκε στο στρατόπεδο συγκεντρώσεως, στους στρατώνες του Χαϊδαρίου, όπου καταταλαιπωρήθηκε μαζί με τους συναδέλφους του Π. Κόκκαλη και Κ. Χωρέμη. Στην περίφημη «Δίκη των τόνων» κατέθεσε, ανάμεσα στους πρώτους, υπέρ του καθηγητή Ιωάννη Κακρίδη, που είχε παραπεμφθεί στο πανεπιστημιακό πειθαρχικό συμβούλιο και όπως επεσήμανε θαρραλέα «Η μόνη κατηγορία είναι, ότι η ελληνικότατη ιδεολογία του, η οποία αποβλέπει εις την δια πληρεστέρας κατανοήσεως και μεταδόσεως της ουσίας των αρχαίων ελληνικών γραμμάτων καλυτέραν διαμόρφωσιν της πνευματικής συνθέσεως και του κοινωνικού χαρακτήρος του Έλληνος, δεν ευρίσκει ίσως το έδαφος επαρκώς παρασκευασμένον δια να κατανοήσει την εθνική σημασίαν της προσπάθειάς του». Ο ίδιος άλλωστε, ήταν ένας από τους πρωτοπόρους αγωνιστές για την καθιέρωση της δημοτικής γλώσσας στην επιστήμη και μάλιστα αργότερα μεταγλώττισε το διδακτικό του σύγγραμμα «Μαιευτική και Γυναικολογία (1963) σε απλή δημοτική.
Ως Υπουργός Παιδείας
Ήταν ένας από τους πρωτεργάτες της διακήρυξης της «Συντονιστικής επιτροπής για την αποκατάσταση της δημοκρατικής νομιμότητας» (1973).Μετά τη μεταπολίτευση, έγινε Υπουργός Παιδείας στην Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας του Κωνσταντίνου Καραμανλή, με τον οποίο συνδεόταν με άρρηκτους φιλικούς δεσμούς. Κατά τη διάρκεια της θητείας του ως Υπουργού το όνομά του συνδέθηκε με την ίδρυση των νέων Ιατρικών Σχολών της Πάτρας, των Ιωαννίνων και της Αλεξανδρούπολης. Το 1966 έγινε τακτικό μέλος και το 1976 εξελέγη πρόεδρος της Ακαδημίας Αθηνών.
Το Ακαδημαϊκό του Έργο
Εκτός από την ακαδημαϊκή δράση και τους πανεπιστημιακούς αγώνες του, ο Λούρος διατέλεσε (1972-1976) πρόεδρος του Ελληνικού Τμήματος του Διεθνούς Κολλεγίου Χειρουργών και πρόεδρος ή ιδρυτικό μέλος πολλών Ελληνικών επιστημονικών σωματείων, όπως είναι η Μαιευτική και Γυναικολογική Εταιρία Αθηνών, η Ελληνική Εταιρία Ιστορίας της Ιατρικής και η Ελληνική Εταιρία Ευγονικής, που η άνθηση και η καρποφορία τους οφείλουν πολλά στη δημιουργική παρουσία και στην εμπνευσμένη καθοδήγησή του.
Το πλούσιο συγγραφικό του έργο είναι επιστημονικό (κλινικό, πειραματικό και διδακτικό). Ιστορικό και λογοτεχνικό. Από τα επιστημονικά του συγγράμματα ξεχωρίζουν το διδακτικό Μαιευτική και Γυναικολογία και τρεις μονογραφίες του: α) για τη σημασία του δικτυοενδοθηλιακού συστήματος στη διερεύνηση του προβλήματος της στρεπτοκοκκικής σηψαιμίας, β) για τις γυναικολογικές παθήσεις και γ) για τρεις γυναικολογικές χειρουργικές τεχνικές. Αξιόλογες, ακόμη, είναι οι επιστημονικές του δημοσιεύσεις για την αιτιολογία της εκλαμψίας (1926), για τον καρκίνο και την κληρονομικότητα (1936), για το σύντομο ανώδυνο τοκετό (1948) και για τη ριζική εγχείρηση του καρκίνου του τράχηλου της μήτρας (1950).
Τιμητικές Διακρίσεις
Για το πολύπλευρο πνευματικό του έργο ο Ν. Λούρος τιμήθηκε με πολλά παράσημα και επιστημονικές διακρίσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Ενδεικτικά σημειώνονται ο Ανώτερος Ταξιάρχης του Φοίνικος, ο Ταξιάρχης Γεωργίου του Α’, το Μετάλλιο Εξαίρετων των Πράξεων, το Ανώτατο Μετάλλιο του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού, ο τίτλος του Officier της Λεγεώνας της Τιμής της Γαλλίας, τα μετάλλια της Γερμανικής Εταιρίας του Αυτοκράτορος Γουλιέλμου και του Διεθνούς Κολλεγίου των Χειρουργών και οι επίζηλοι τίτλοι του επίτιμου διδάκτορα της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Birmingham, του επίτιμου μέλους της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών, του παγκοσμίου (αιρετού) προέδρου του Διεθνούς Κολλεγίου Χειρουργών (ΗΠΑ), του επίτιμου δημότη των πόλεων Lima (Περού) και Reims (Γαλλία), της Κοινότητας της γενέτειρας του πατέρα του Πλάτανου Ναυπακτίας και του εμπειρογνώμονος του Π.Ο.Υ. για τα θέματα της Μητρότητας (WHO, Γενεύη).
Το 1986 αποβιώνει, αφήνοντας όμως πίσω του μια σπουδαία κληρονομιά που θα τον συνοδεύει για πάντα. Η αξιοθαύμαστη Μαιευτική και Γυναικολογική Σχολή που δημιούργησε, κυριάρχησε στον Ελλαδικό χώρο από τα μέσα του περασμένου αιώνα και ύστερα. Η σχολή αυτή συνεχίζει ακόμα και σήμερα να καρποφορεί και να μεταλαμπαδεύει τις γνώσεις της από τη μια γενιά ιατρών στην επόμενη. Πνευματώδης προσωπικότητα με ανησυχίες που δεν περιορίζονταν στα στεγανά της ιατρικής επιστήμης, αλλά έφταναν μέχρι τη λογοτεχνία, τις ανθρωπιστικές επιστήμες και την βιοηθική. Η απαράμιλλη πνευματική του καλλιέργεια του επέτρεπε να επωμίζεται ευθύνες, να στοχάζεται σαν φιλόσοφος, να εκφράζεται σαν ποιητής και να σκέφτεται όπως ένας πραγματικά ολοκληρωμένος Ευρωπαίος Επιστήμων με γνήσιες Ιπποκρατικές αρχές.
* Μαρκέτος, Σ. Γ. (2001). Ιστορία της ιατρικής του 20ού αιώνα, Νικόλαος Κ. Λούρος (1898-1986) (Τόμ. V). Αθήνα: Ζήτα
Η Οικογένεια Λούρου
Ηπειρώτικης καταγωγής το γενεαλογικό δέντρο της οικογενείας Λούρου αρχίζει με κάποιον Γιώργη, που γεννημένος στο Σούλι, κατέφυγε από μικρό παιδί στη Φιλιππιάδα και την Πρέβεζα, όπου στην περιοχή του ποταμού Λούρου απέκτησε μεγάλη περιουσία. Ως μεγάλος τσιφλικάς και άρχοντας της περιοχής, πήρε, όπως συνηθιζόταν, από το όνομα του ποταμού το επώνυμο Λούρος.
Μοναχογιός του Γιώργη ήταν ο Γιάννης και γιος αυτού ο Νικόλας, ο Γιάννης σκοτώθηκε σε εξέγερση των Τουρκαλβανών της Πρέβεζας κατά των ελλήνων, λόγος για τον οποίο ο Νικόλας, διασωθείς, κατέφυγε, φτωχός εργάτης, με το ψευδώνυμο Ψωμάς στη Ρούμελη και εγκαταστάθηκε τελικά στην Αράχοβα Ναυπακτίας, όπου δεν υπήρχαν Τουρκαλβανοί. O Νικόλας παντρεύτηκε, απόκτησε γιο τον Δημήτρη N. Λούρο, αυτός γιο τον Γιώργη Δ. Λούρο, που ήταν ο πατέρας του Δημήτρη Γ. Λούρου, παππούς του K. Λούρου.
O παππούς Δημήτρης Γ. Λούρος, εντάχθηκε, με την κήρυξη της επανάστασης του Εικοσιένα, στο σώμα του καπετάν Γώγου Mπακόλα κι αργότερα, με τη μικρή ομάδα του, στο σώμα του Mάρκου Μπότσαρη· υπό τις διαταγές του Mάρκου τραυματίστηκε στη μάχη του Πέτα, το 1822, μετά δεν την ανάρρωσή του εντάχθηκε στο σώμα του καπετάν Kωστάκη Ξύδη, ο οποίος τον πάντρεψε, ως πρωτοπαλίκαρο του, με την αδελφή του Ευφροσύνη, με την οποία εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αράχοβα.
Γιος του πρωτοπαλίκαρου αυτού ήταν ο Νικόλας Δ. Λούρος, που γεννήθηκε το 1823· επιλοχίας ως αποσπασματάρχης κατά των ληστών, προήχθη σε ανθυπασπιστή, παντρεύτηκε τη μοναχοκόρη του κτηματία Ιωάννη Zυγουράκη, εγκαταστάθηκε στη Ναύπακτο και απέκτησε μια κόρη, τη Nίτσα, και επτά αγόρια, μεταξύ των οποίων και ο Κωνσταντίνος Λούρος.
O K. Λούρος γεννήθηκε στη Ναύπακτο στις 15 Οκτωβρίου 1863. H κατοικία του ήταν κτισμένη πάνω σε στοά, που δυτικά της ήταν η κατοικία του αδελφού της μητέρας του συνταγματάρχη Θεμ. Zυγουράκη, που είχε ανεγερθεί πάνω στην τάπια Zυγουράκη, και δυτικά την οικία Μπότσαρη, την οποία περιγράφει ως εξής:
«...Ήταν παμπάλαιο από την εποχή της τουρκοκρατίας ίσως και της ενετικής κατοχής, κτισμένο με τρόπο περίεργο επάνω σε μια πλατειά ψηλή στοά, που από κάτω περνούσε δρόμος, ενώνοντας το κάτω με το πάνω αμφιθεατρικό τμήμα της πόλεως.
Έμοιαζε με δίπατο μοναστήρι, που αγνάντευε τη θάλασσα. H είσοδός του ήταν στην άκρη της στοάς. Kαι από μια τετράγωνη αυλή περιφραγμένη με τοίχο πέτρινο, ανεβαίνοντας μια πλακόστρωτη σκάλα, έφθανε κανείς στο πρώτο πάτωμα, όπου υπήρχε μια μεγάλη τετράγωνη αίθουσα, με τζάκι πλατύ και γύρω με μπιντέρια, ένα είδος πλατιούς καναπέδες κτισμένους μέσα στον τοίχο, που χρησίμευαν στην ανάγκη για κρεβάτια, και τέσσερες μεγάλες κρεβατοκάμαρες και μικρότερα άλλα διαμερίσματα για την υπηρεσία του σπιτιού.
Από το πρώτο αυτό πάτωμα μια πλατειά σκάλα από χονδρό ξύλο οδηγούσε στο δεύτερο πάτωμα, που αποτελούσε μια και μόνη πελώρια αίθουσα, πλακοστρωμένη και με γερούς πέτρινους τοίχους, σκεπή θολωτή πέτρινη και παράθυρα στενόμακρα. Έμοιαζε σαν να ήταν κάποτε εκκλησία. Και ίσως το σπίτι αυτό, κληρονομικό της μητέρας μου, να ήταν στα παλιά χρόνια πράγματι μοναστήρι και καταφύγιο των καταδιωκομένων χριστιανών, και το δεύτερο πάτωμα εκκλησία...».
Έτσι περιγράφει το πατρικό του σπίτι στο βιβλίο του Περασμένα Xρόνια, που εκδόθηκε το 1958 με τη σκέψη, όπως σημειώνει, «ίσως μάλιστα και αυτή η εξέλιξη της σταδιοδρομίας μου να ενδιαφέρει ιδιαιτέρως τους νέους, που έχουν να περάσουν ακόμη το δρόμο της ζωής γεμάτο δυσκολίες και εναντιότητες».
Δυνατόν, η κατοικία αυτή να μην ήταν μοναστήρι ή εκκλησία. Όταν στο οικοδομικό αυτό συγκρότημα κατοικούσε ο Πασάς και με δεδομένο ότι η κατοικία αυτή ήταν συνδετήρια μεταξύ των δύο κτιρίων του Πασά, και ακόμη το γεγονός, πως η αίθουσα ήταν πλακοστρωμένη με σκεπή θολωτή πέτρινη, μπορεί να ήταν ένα μικρό μεστζιττζαμί χωρίς μιναρέ, που χρησιμοποιούταν για τις θρησκευτικές ανάγκες του Πασά και της οικογενείας του. Βέβαια υπήρχε, στο χώρο μπροστά στην κατοικία του Πασά, το «Τζαμί του Τεκέ Kαραμπάς Mεχμέτ Eφέντη», το πολιτογραφημένο ως «Τζαμί του Nτουράκμπεη».
Στη Ναύπακτο παρέμεινε ο K. Λούρος μέχρι το 1873, που η οικογένειά του μετοίκησε στην Αθήνα, γύρισε δε πάλι στις 15 Ιανουαρίου 1887, προπαρασκευαζόμενος για τις διδακτορικές εξετάσεις του στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Τα πρώτα γράμματα έμαθε στο αλληλοδιδακτικό σχολείο της Ναυπάκτου, που στεγάζεται στο Τζαμί του Nτουράκμπεη. Στα Περασμένα Xρόνια υπάρχει η ακόλουθη παράγραφος, η οποία αφορά στην αγωγή των μαθητών, που απέβλεπε και στην καλλιέργεια και ανάπτυξη της κοινωνικής αλληλεγγύης, καθώς η συνήθεια γίνεται, όπως γράφει, συνείδηση στον άνθρωπο και επιθυμία «να προσφέρει αυτοπροαίρετα τις υπηρεσίας του για το καλό του συνόλου της κοινωνίας».
«Το καλοκαίρι, που δεν είχαμε πια σχολείο, μας έπαιρνε (η δασκάλα) πρωί πρωί με τα σακουλάκια μας κρεμασμένα στην πλάτη, όπου ο καθένας μας είχε το φαγάκι του, και πηγαίναμε πότε στους ελαιώνες και πότε στ’ αμπέλια και στα χωράφια, όπου οι χωρικές μάζευαν σταφύλια, καλαμπόκια, σιτάρι και τριφύλλι, για να τις βοηθούμε στο έργο τους. Και η δασκάλα παρακολουθούσε με ικανοποίηση και ενθουσιασμό την επιτηδειότητα και με την οποία βοηθούσαμε τις χωρικές στο έργο τους». Έτσι οι παλαιότεροι καλλιεργούσαν στη νέα γενιά το κοινοτικό πνεύμα, την ενεργητική συνεργασία και αλληλεγγύη στον κοινωνικό βίο, που τόσο ζωντανά απέδωσε ο Γ. Aθάνας με το στίχο του:
Σαν όπως τα τρεχούμενα μοιράζουμε νερά
και τα σπαρτά ποτίζουμε καθείς με την αράδα,
έτσι τις μοιραζόμαστε και θλίψη και χαρά.
Για βρέχει σ’ όλο το χωριό για σ’ όλο είναι λιακάδα.
Ο Κωνσταντίνος Λούρος γεννήθηκε το 1864 στη Ναύπακτο και διετέλεσε καθηγητής της Μαιευτικής και της Γυναικολογίας και πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών (1922-1923), από το οποίο αποχώρησε με τον τίτλο του ομότιμου καθηγητή (1934), καθώς και πρόεδρος του Ιατροσυνεδρίου (1931). Ο Κωνσταντίνος Λούρος αναμείχθηκε ενεργά στην πολιτική (1931), έγινε γερουσιαστής, εξελέγη βουλευτής Αιτωλοακαρνανίας και διετέλεσε Υπουργός Υγιεινής (1935) στην κυβέρνηση του Γεωργίου Κονδύλη. Το όνομα του Κωνσταντίνου Λούρου συνδέθηκε άρρηκτα με την αναμόρφωση της Μαιευτικής στην Ελλάδα, παρόλο που ο ίδιος – όπως γράφει στα απομνημονεύματά του- πίστευε πως οι μεγάλες αντιξοότητες της εποχής του τον εμπόδισαν να αποδώσει όσα επιθυμούσε και πως δεν έκανε τίποτα παραπάνω στη ζωή του παρά μόνο το καθήκον του.
Ο Κ. Λούρος ως πατέρας
Ο Κωνσταντίνος Λούρος γράφει στα απομνημονεύματά του με τίτλο «Περασμένα Χρόνια…» (1985) ότι «η ιατρική επιστήμη απαιτεί μακρές και σκληρές σπουδές, μέσα στα νοσοκομεία και τα εργαστήρια και κράση ισχυρή και ψυχική αντοχή μεγάλη. Και δεν ήθελα –προσθέτει- το μονάκριβό μου παιδί να βασανισθεί σ’ όλη του τη ζωή μέσα στις λύπες, δυστυχίες και πόνους των αρρώστων. Του είχα από τα μικρά του χρόνια δασκάλους και μάθαινε ξένες γλώσσες. Τον προόριζα να σπουδάσει νομικά και πολιτικές επιστήμες. Μα έλα που είχε πια ριζωθεί μέσα του η αγάπη στην ιατρική, ώστε, όταν τελείωσε το Γυμνάσιο, επέμενε και καλά να τον εγγράψω στην Ιατρική Σχολή. Το έκανα, για να πεισθώ αν πράγματι του άρεσε η Ιατρική. Και όταν είδα πως ήταν ενθουσιασμένο με τις σκληρές για ένα παιδί 16 χρονών ασχολίες στα πτώματα, λησμόνησα το πατρικό φίλτρο και χάρηκα που το παιδί μου θα ακολουθούσε το έργο μου. Πήρα όμως μια μεγάλη απόφαση να τον στείλω, στηριζόμενος στον χαρακτήρα και τις ηθικές του αρχές, από το δεύτερο έτος της εγγραφής του στο Πανεπιστήμιό μας, να συνεχίσει τις σπουδές του μακριά από την πατρική επίδραση, για να εξελιχθεί μονάχος του, με μόνη τη θέλησή του, σε επιστήμονα άρτιο και χρηστό Έλληνα πολίτη, χρήσιμο στην Πατρίδα μας».
O K. Λούρος ως επιστήμονας
Mετά τις γυμνασιακές του σπουδές γράφτηκε στην Ιατρική Σχολή το 1884 και το 1888 αναγορεύτηκε διδάκτορας. Tο 1891 βρίσκεται στην Ευρώπη, για να ειδικευθεί στον κλάδο της μαιευτικής και γυναικολογίας, για τέσσερα χρόνια στη Γερμανία και τρία στην Αγγλία. Tο 1908 διορίστηκε καθηγητής Mαιευτικής του Πανεπιστημίου Αθηνών, εκλέχτηκε δε επανειλημμένα κοσμήτορας της Σχολής, συγκλητικός και πρύτανης το 1923, το δε 1924 εκλέχτηκε επίτιμο μέλος της Γυναικολογικής και Mαιευτικής Εταιρείας του Βερολίνου. Ως ερευνητής έχει γράψει υπέρ τις 20 επιστημονικές εργασίες, το επιστημονικό και συγγραφικό του έργο υπήρξε πλούσιο, συνέβαλε στην αναμόρφωση της Mαιευτικής στη χώρα μας, με το σύγγραμμά του δε «Mαιευτική» σπούδασαν γενιές γιατρών. Το 1934 αποχώρησε από το Πανεπιστήμιο με τον τίτλο του ομότιμου καθηγητή.
O K. Λούρος ως Πολιτικός
Παρά την απόφασή του να μην αναμειχθεί στην Πολιτική, ο αρχηγός του Λαϊκού Kόμματος Παναγής Tσαλδάρης κατόρθωσε να τον μεταπείσει. Στις 25 Σεπτεμβρίου 1932 εκλέχτηκε γερουσιαστής και το 1935 βουλευτής, διετέλεσε δε και υφυπουργός Yγείας, Προνοίας και Κοινωνικής Αντιλήψεως. Έτσι του δόθηκε η ευκαιρία, να γνωρίσει από κοντά τον τόπο του και τις ανάγκες του.
Πολιτικός με την τρέχουσα τότε σημασία του όρου δεν έγινε ποτέ. Kαίτοι είχε την ανάγκη της ψήφου δίδασκε: «Αυτό η ανταλλαγή ψήφου και ρουσφετιού είναι ανήθικη πράξη και πρέπει ο καθένας να μάθει, να ψηφίζει ευσυνείδητα και όχι πληρωμένος ή οπωσδήποτε εξυπηρετούμενος. Τέτοια ψήφο εγώ τουλάχιστον δεν τη θέλω».
Ένα άλλο μάθημά του ήταν να δώσει, να νοιώσουν οι χωρικοί, πως έπρεπε να ξεχωρίζουν τις προσωπικές φιλίες και τα ανθρώπινα καθήκοντα από τις κομματικές τους αντιλήψεις, πως δεν έπρεπε να κρατούν μέσα τους πάθη κι εχθρότητα για τα κομματικά ζητήματα. Kαι το επικύρωσε το κήρυγμά του αυτό, όταν ενδιαφέρθηκε προσωπικά, ως υφυπουργός, για το διορισμό 35 αποφοίτων Nαυπακτίων και των άλλων Επαρχιών του νομού μας, καίτοι οι μισοί και πλέον ανήκαν στο αντίθετο κόμμα, γιατί, όπως γράφει, «καιγόταν η καρδιά μου να βλέπω νέα φτωχά παιδιά, που ενώ με αφάνταστες στερήσεις κατόρθωσαν να πάρουν το απολυτήριο του Γυμνασίου, έμεναν στα χωριά τους, σκάβοντας ανάμεσα στα κατσάβραχα για να βγάλουν μια φούχτα καλαμπόκι... Ήμουνα κι εγώ μια φορά φτωχό παιδί και δεν λησμονούσα τις πίκρες που δοκίμασα, για να κατορθώσω να βρω τα μέσα, να προχωρήσω τις σπουδές μου».
O K. Λούρος είχε πολύ ανεπτυγμένη την κοινωνική του ευαισθησία για την οικονομική κατάσταση και τον κοινωνικοοικονομικό διαχωρισμό ανάμεσα στον άνδρα και τη γυναίκα. Γράφει: «Στις περιοδείες μου ως υποψήφιος γερουσιαστής κι αργότερα ως βουλευτής, αισθανόμουν βαθειά συγκίνηση, καθώς έβλεπα τους χωρικούς μας, να ζουν σαν τ’ αγρίμια σ’ ένα βραχότοπο, απομονωμένοι από τον άλλο κόσμο. Και τις δυστυχισμένες χωρικές, που για να προμηθευθούν λίγο καλαμπόκι, έπρεπε να πηγαίνουν από το χωριό τους στην πρωτεύουσα της Επαρχίας, στη Ναύπακτο, 10-12 ώρες μακριά. Και από κει, την άλλη μέρα, φορτωμένες με 30 περίπου οκάδες καλαμπόκι, να γυρίζουν στο χωριό τους κατακουρασμένες, με πόδια πρησμένα και ματωμένα από τα κατσάβραχα που περνούσαν. Δρόμοι στα χωριά μας δεν υπήρχαν, παρά μονάχα μονοπάτια. H γυναίκα στα χωριά μας είναι πραγματική σκλάβα. Οργώνει, καλλιεργεί και περιποιείται το αμπελάκι της. Αυτή θερίζει και φορτώνεται στη ράχη της πελώρια δέματα...» ενώ «οι άνδρες τις ελεύθερες ώρες τους τις περνούν στα καφενεδάκια κουτσοπίνοντας το τσίπουρο, χαρτοπαίζοντας και πολιτικολογώντας».
Τρεις ήταν οι τομείς γενικού ενδιαφέροντος, με τους οποίους απασχολήθηκε ως πολιτικός ο K.Λούρος:
Ο αμαξιτός δρόμος Ναυπάκτου - Πλατάνου με την προσδοκία, ότι με το σύστημα της προσωπικής εργασίας θα ήταν δυνατόν να συνδεθούν τα χωριά με αυτόν, έχοντας ως πρότυπο, ότι οι κάτοικοι της Αράχοβας συνδέθηκαν, με τον τρόπο αυτό, με τη Δομνίστα της Ευρυτανίας. Για να επιτευχθεί η σύνδεση των ανατολικών χωριών της Επαρχίας μας, εργάστηκε και αυτός για τη χάραξη της εθνικής οδού Αθηνών Ναύπακτου δια της Pέρεσης, ώστε να είναι δυνατή η διασύνδεση αυτή.
H ίδρυση του Ταμείου Οδοποιίας της Επαρχίας Ναυπακτίας με έδρα τη Ναύπακτο, με αυτοτέλεια σε σχέση με το Ταμείο Επαρχιακής Οδοποιίας Αιτωλοακαρνανίας, για τη συντήρηση και επέκταση της οδοποιίας της Επαρχίας μας.
H ίδρυση στη Ναύπακτο Ταμείου Θυμάτων Πολέμου «για την εξυπηρέτηση των 1700 περίπου αναπήρων και θυμάτων πολέμου της Επαρχίας μας».
H κατασκευή κατοικιών στη Ναύπακτο για τη στέγαση των προσφυγικών οικογενειών, που ταλαιπωρούνταν σε σαθρωμένα οικήματα.
H επέκταση της τηλεγραφικής και τηλεφωνικής επικοινωνίας της Επαρχίας μας.
H ίδρυση νέων δημοτικών σχολείων και η συντήρηση των υπαρχόντων σχολικών κτιρίων.
H προεργασία για την αξιοποίηση των ιαματικών νερών της Ψανής, Πόριαρης και Aγραπιδόκαμπου και τη συστηματική εκμετάλλευσή τους και τέλος,
Η ίδρυση μονομελούς Πλημμελειοδικείου στον Πλάτανο, για να αποφεύγεται η δοκιμασία της καθόδου στη Ναύπακτο.